- κατειλύω
- κατειλύω (Α)περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εἰλύω «περιτυλίγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατειλῦσθαι — κατειλύω cover up perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταείλυον — καταείλῡον , κατειλύω cover up imperf ind act 3rd pl καταείλῡον , κατειλύω cover up imperf ind act 1st sg καταείλῡον , κατειλύω cover up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καταείλῡον , κατειλύω cover up imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειλυμένον — κατειλῡμένον , κατειλύω cover up perf part mp masc acc sg κατειλῡμένον , κατειλύω cover up perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατείλυται — κατείλῡται , κατειλύω cover up perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)